- στωικός
- -ή, -ό / στωικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [στοά / στωϊά]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη τού Ζήνωνος τού Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά τής Αθήνας2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός τού στωικισμούβ) στον πληθ. οι στωικοίοι στωικοί φιλόσοφοι3. φρ. «στωική φιλοσοφία» — ο στωικισμόςνεοελλ.(κατ' επέκτ.) απαθής, ήρεμος, ατάραχος.επίρρ...στωικά Νμε στωικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.